ξυλολυχνοῦχος

ξυλολυχνοῦχος
ξυλολυχνοῦχος
wooden lampstand
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλολυχνούχος — ξυλολυχνοῡχος, ὁ (Α) ξύλινος λυχνοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λυχνοῦχος «λυχνοστάτης»] …   Dictionary of Greek

  • ξυλολυχνοῦχον — ξυλολυχνοῦχος wooden lampstand masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”